πρωτοδιάκονος

πρωτοδιάκονος
ὁ, ΜΑ
ο πρώτος διάκονος, ο αρχιδιάκονος
μσν.
προσωνυμία τού αγίου Στεφάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτοδιάκονος — first deacon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοδιακόνου — πρωτοδιάκονος first deacon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοδιάκονον — πρωτοδιάκονος first deacon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • протодиакон — диакон при соборе или придворной церкви , также перводиакон. Из греч. πρωτοδιάκονος …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Deacon — This article is about the office in the Christian Church. For other uses, see Deacon (disambiguation). Saint Stephen, one of the first seven deacons in the Christian Church, holding a Gospel Book, painting by Giacomo Cavedone 1601 Deacon is a… …   Wikipedia

  • αρχιδιάκονος — και διάκος, ο (Μ ἀρχιδιάκονος) ο πρώτος ανάμεσα στους διακόνους, ο πρωτοδιάκονος …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”